- κύφι
- κῡφι, -εος και -εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α)είδος αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
THYMIAMA — Graec Θυμίαμα. Latin. Incensum, in V. Test. sacrificii genus fuit, quod, in Altari thymiamatis seu suffimenti, quottidie Deo offerebatur. Ita enim Dominus; Exod. c. 30. v. 1. Facies Altare suffimenti; et pones illud ante velum, v. 6. et, adolebit … Hofmann J. Lexicon universale
κοίφι — κοῑφι και κοιφί, τὸ (Α) βλ. κύφι … Dictionary of Greek
κυφοειδής — κυφοειδής, ές (AM) μσν. κυρτός αρχ. αυτός που μοιάζει με το κύφι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κύφις — κύφις, ἡ (Μ) είδος αρωματικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύφι (τὸ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
λάκαφθον — λάκαφθον, τὸ (Μ) αρωματικός φλοιός δένδρου που χρησίμευε για την παρασκευή τού αιγυπτιακού κύφι … Dictionary of Greek